χυτρίδιον: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[χυτρίς]]. | |btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[χυτρίς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χυτρίδιον:''' [ῐ], τό, υποκορ. του [[χύτρα]], μικρό [[αγγείο]], [[κύπελλο]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], τό, Dim. of χυτρίς,
A a small pot, cup, Hp.Ulc.17, Ar.Ach.463, 1175, Alex.244.2, Inscr.Délos 1403 A bi84 (ii B. C.); also χυθρίδιον, Aët.11.11; Ion. κυθρίδιον, Epicur.Fr.182, Olymp.Alch. p.75B.
German (Pape)
[Seite 1385] τό, dim. von χυτρίς, Ar. Ach. 463. 1175, com. bei Ath. XI, 502 c, als Trinkgeschirr.
Greek (Liddell-Scott)
χυτρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ χυτρίς, μικρὰ χύτρα, Ἱππ. 879, Ἀριστοφ. Ἀχ. 463, 1175, Ἄλεξις ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 1 ― ἐν τῷ τύπῳ κυθρίδιον, Κλήμ. Ἀλεξ. 165.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de χυτρίς.
Greek Monotonic
χυτρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του χύτρα, μικρό αγγείο, κύπελλο, σε Αριστοφ.