ὠτώεις: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει λαβές, χερούλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]] «[[αφτί]]», επικ. τ. του [[οὐατόεις]]].
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει λαβές, χερούλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]] «[[αφτί]]», επικ. τ. του [[οὐατόεις]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠτώεις:''' -εσσα, -εν ([[οὖς]], [[ὠτός]]), ποιητ. επίθ., αυτός που έχει αυτιά ή λαβές, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 02:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠτώεις Medium diacritics: ὠτώεις Low diacritics: ωτώεις Capitals: ΩΤΩΕΙΣ
Transliteration A: ōtṓeis Transliteration B: ōtōeis Transliteration C: otoeis Beta Code: w)tw/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, poet. Adj.

   A with ears or handles, τρίπους Il.23.264,513, Hes.Op.657. (The older form οὐατόεις [q. v.] may originally have stood here, but has left no trace in codd.)

Greek (Liddell-Scott)

ὠτώεις: εσσα, εν, ποιητ. ἐπίθ., ὁ ἔχων ὦτα ἢ λαβάς, τρίπους Ἰλ. Ψ. 264, 513, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 655.

French (Bailly abrégé)

ώεσσα, ῶεν;
garni d’anses.
Étymologie: οὖς.

English (Autenrieth)

εσσα, εν (οὖς): with ears or handles, Il. 23.264 and 513.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει λαβές, χερούλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί», επικ. τ. του οὐατόεις].

Greek Monotonic

ὠτώεις: -εσσα, -εν (οὖς, ὠτός), ποιητ. επίθ., αυτός που έχει αυτιά ή λαβές, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.