ὑφοράω: Difference between revisions
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />regarder en dessous, avec défiance, de mauvais œil : τινα qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑφοράομαι-ῶμαι (<i>f.</i> [[ὑπόψομαι]], <i>ao.2</i> [[ὑπειδόμην]]) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ὁράω]]. | |btext=-ῶ :<br />regarder en dessous, avec défiance, de mauvais œil : τινα qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑφοράομαι-ῶμαι (<i>f.</i> [[ὑπόψομαι]], <i>ao.2</i> [[ὑπειδόμην]]) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ὁράω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑφοράω:''' μέλ. <i>ὑπ-όψομαι</i>, αόρ. βʹ <i>ὑπ-εῖδον</i> και Μέσ. <i>-ειδόμην</i>· [[παρατηρώ]], [[κοιτάζω]] από [[χαμηλά]], [[βλέπω]] με [[καχυποψία]] ή ζήλια, [[υποπτεύομαι]], <i>τινά</i>, σε Θουκ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:44, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. ὑπεῖδον (v. infr.),
A look at from below, eye stealthily, view with suspicion or jealousy, suspect, τινα X.An.2.4.10; τί μάτην . . ὑπό μ' ἴδες; S.Ichn.172 (lyr.):—Pass., D.11.4, Plu.Rom. 8:— freq. in Med., ὑφορῶμαι (aor. ὑπειδόμην, v. sub voce), in same sense, Th.3.40, X.Mem.2.7.12, Is.2.7, D.18.43, Arist.HA629b10: folld. by μή, Plb.3.18.8, etc.: abs., Luc.D Deor.19.1.—Cf. ὑποβλέπω, ὑποψία, ὕποπτος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφοράω: βλέπω, προσβλέπω κάτωθεν, ῥίπτω λαθραῖα βλέμματα, ὑποπτεύω, τινα Ξεν. Ἀν. 2. 4, 10. ― Παθ., Φίλιππ. παρὰ Δημ., Πλουτ. Ρωμ. 8· ― ἀλλὰ συνήθως ἐν χρήσει ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, μέλλ. ὑπόψομαι, (ἀόρ. ὑπειδόμην. ἴδε ἐν λέξει) ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Θουκ. 3. 40, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 2, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 7, Δημ. 240, 13, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2· ― ἑπομένου τοῦ μή, Πολύβ. 3. 18, 8, κλπ.· ἀπολ. Λουκ. Θεῶν Διάλ. 19. 1. ― Πρβλ. ὑποβλέπω, ὑποψία. ὕποπτος. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 20. κἑξ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
regarder en dessous, avec défiance, de mauvais œil : τινα qqn;
Moy. ὑφοράομαι-ῶμαι (f. ὑπόψομαι, ao.2 ὑπειδόμην) m. sign.
Étymologie: ὑπό, ὁράω.
Greek Monotonic
ὑφοράω: μέλ. ὑπ-όψομαι, αόρ. βʹ ὑπ-εῖδον και Μέσ. -ειδόμην· παρατηρώ, κοιτάζω από χαμηλά, βλέπω με καχυποψία ή ζήλια, υποπτεύομαι, τινά, σε Θουκ. κ.λπ.