ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
[Seite 1409] ἡ, böser Argwohn, Sp.
καχυποψία: ἡ, κακῶν ὑποψία, ὑπόνοια κακοῦ, Βυζ.
η (Μ καχυποψία) καχύποπτος
το γνώρισμα του καχύποπτου, η τάση να βλέπει κανείς τα πάντα με υποψία, να διαβλέπει κάτι κακό και εκεί όπου δεν υπάρχει.