ἀκρωμία: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρωμία:''' ἡ ([[ὦμος]]), το [[άκρο]] του ώμου (η [[απόφυση]])· λέγεται για [[άλογο]], ωμοπλάτες, [[πλατάρια]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀκρωμία:''' ἡ ([[ὦμος]]), το [[άκρο]] του ώμου (η [[απόφυση]])· λέγεται για [[άλογο]], ωμοπλάτες, [[πλατάρια]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρωμία:''' ἡ верхний край лопатки, у лошади загривок, холка Xen., Arst.
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρωμία Medium diacritics: ἀκρωμία Low diacritics: ακρωμία Capitals: ΑΚΡΩΜΙΑ
Transliteration A: akrōmía Transliteration B: akrōmia Transliteration C: akromia Beta Code: a)krwmi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A point of the shoulder, acromion process, Hp.Art.14: in a horse, withers, X.Eq.1.11, cf. Arist.HA498b30:— ἀκρ-ώμιον, τό, Hp.Art.16, Mochl.5, Arist.HA606a16:

German (Pape)

[Seite 85] ἡ, Schulterknochen, Medic. Beim Pferde Widerroß, Xen. Equ. 1, 11; von anderen Thieren, Arist. H. A. 2, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pointe de l’épaule, crête de l’omoplate ; garrot d’un cheval.
Étymologie: ἄκρος, ὦμος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 anat. acromio Hp.Art.14.
2 de una caballería cruz X.Eq.1.11, Simo Eq.4, Arist.HA 498b30, del toro, Arist.HA 594b14.

Greek Monolingual

ἀκρωμία, η (Α)
1. το ακραίο τμήμα του ώμου, το ακρώμιον
2. (για άλογα) ωμοπλάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο)- (Ι) + -ωμία < ὦμος.

Greek Monotonic

ἀκρωμία: ἡ (ὦμος), το άκρο του ώμου (η απόφυση)· λέγεται για άλογο, ωμοπλάτες, πλατάρια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρωμία: ἡ верхний край лопатки, у лошади загривок, холка Xen., Arst.