ζητητός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζητητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ζητέω]], αυτός τον οποίο ζητεί ή ζήτησε [[κάποιος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ζητητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ζητέω]], αυτός τον οποίο ζητεί ή ζήτησε [[κάποιος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζητητός:''' [adj. verb. к [[ζητέω]] разыскиваемый, желанный: ζ. τινι [[ἔσεσθαι]] Soph. стать (в будущем) предметом поисков, т. е. быть окруженным почитанием.
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζητητός Medium diacritics: ζητητός Low diacritics: ζητητός Capitals: ΖΗΤΗΤΟΣ
Transliteration A: zētētós Transliteration B: zētētos Transliteration C: zititos Beta Code: zhthto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sought for, τινι S.OC389.

German (Pape)

[Seite 1140] gesucht, erwünscht, Soph. O. C. 389, τινί,

Greek (Liddell-Scott)

ζητητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ζητούμενος ἢ ζητηθείς, ὃν ἐζήτησεν ἢ ζητεῖ τις, τινι Σοφ. Ο. Κ. 389.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d’être recherché.
Étymologie: adj. verb. de ζητέω.

Greek Monolingual

ζητητός, -ή, -όν (Α) ζητώ
αυτός που αναζητείται, που είναι αντικείμενο έρευνας.

Greek Monotonic

ζητητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ζητέω, αυτός τον οποίο ζητεί ή ζήτησε κάποιος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ζητητός: [adj. verb. к ζητέω разыскиваемый, желанный: ζ. τινι ἔσεσθαι Soph. стать (в будущем) предметом поисков, т. е. быть окруженным почитанием.