κεράμινος: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεράμῐνος:''' -η, -ον = [[κεραμεοῦς]], σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''κεράμῐνος:''' -η, -ον = [[κεραμεοῦς]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κεράμῐνος:''' глиняный ([[κύλιξ]], [[πίθος]] Her.; [[πλίνθος]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμῐνος Medium diacritics: κεράμινος Low diacritics: κεράμινος Capitals: ΚΕΡΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: keráminos Transliteration B: keraminos Transliteration C: keraminos Beta Code: kera/minos

English (LSJ)

η, ον,

   A = κεραμεοῦς, Hdt.3.96, 4.70, Anaxil.5, PFlor.388.98 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1420] irden, vom Töpfer gemacht; κύλιξ Her. 4, 70, πίθος 3, 96; B. A. 102, 9.

Greek (Liddell-Scott)

κεράμῐνος: -η, -ον, = κεραμεοῦς, Ἡρόδ. 3, 96., 4. 70, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
c. κεράμειος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κεράμινος, -ίνη, -ον) κέραμος
κατασκευασμένος από κεραμιδόχωμα, πήλινος («εἰς πίθους κεραμίνους τήξας καταχέει», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

κεράμῐνος: -η, -ον = κεραμεοῦς, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κεράμῐνος: глиняный (κύλιξ, πίθος Her.; πλίνθος Xen.).