νυκτιλαθραιοφάγος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νυκτῐλαθραιοφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει [[κρυφά]] τη [[νύχτα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''νυκτῐλαθραιοφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει [[κρυφά]] τη [[νύχτα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυκτῐλαθραιοφάγος:''' (φᾰ) тайком питающийся ночью (ирон. эпитет некоторых философов) Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[φᾰ], ον,
A eating secretly by night, Epigr. ap. Hegesand. I.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτῐλαθραιοφάγος: -ον, ἐσθίων κρυφίως τὴν νύκτα, Ἀνθ. Π. παράρτημ. 288.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange la nuit en cachette.
Étymologie: νύξ, λαθραῖος, φαγεῖν.
Greek Monolingual
νυκτιλαθραιοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει κρυφά κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λαθραῖος + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω)].
Greek Monotonic
νυκτῐλαθραιοφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει κρυφά τη νύχτα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νυκτῐλαθραιοφάγος: (φᾰ) тайком питающийся ночью (ирон. эпитет некоторых философов) Anth.