ἔρεψις: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔρεψις:''' -εως, ἡ ([[ἐρέφω]]), [[επιστέγασμα]], [[σκεπή]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἔρεψις:''' -εως, ἡ ([[ἐρέφω]]), [[επιστέγασμα]], [[σκεπή]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔρεψις:''' εως ἡ [[ἐρέφω]] крыша, кровля Plut.
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρεψις Medium diacritics: ἔρεψις Low diacritics: έρεψις Capitals: ΕΡΕΨΙΣ
Transliteration A: érepsis Transliteration B: erepsis Transliteration C: erepsis Beta Code: e)/reyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A roofing, Thphr.HP5.6.1, Supp.Epigr.3.147 (iii B. C.) ; style of roof, Plu.Per.13, Ant.45, etc.

German (Pape)

[Seite 1026] ἡ, das Bedecken, Bedachen, das Dach, Theophr.; Plut. Pericl. 13 Anton. 45.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρεψις: -εως, ἡ, ἐπιστέγασις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 1 στέγη, Πλουτ. Περικλ. 13, Ἀνώνυμ. 45, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
toit.
Étymologie: ἐρέφω.

Greek Monolingual

ἔρεψις, ἡ (Α)
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ερέφω, η επιστέγαση
2. στέγη, σκεπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερέφω «καλύπτω»].

Greek Monotonic

ἔρεψις: -εως, ἡ (ἐρέφω), επιστέγασμα, σκεπή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔρεψις: εως ἡ ἐρέφω крыша, кровля Plut.