ἐποίκτιστος: Difference between revisions
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐποίκτιστος:''' -ον, [[αξιολύπητος]], [[θλιβερός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐποίκτιστος:''' -ον, [[αξιολύπητος]], [[θλιβερός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐποίκτιστος:''' возбуждающий сострадание, душераздирающий Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A pitiable, A.Ag.1221.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποίκτιστος: -ον, ἄξιος οἴκτου, ἄθλιος, οἰκτρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1221.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne de pitié, lamentable.
Étymologie: adj. verb. de ἐποικτίζω.
Greek Monolingual
ἐποίκτιστος, -ον (Α) εποικτίζω
αυτός για τον οποίο νιώθει κανείς οίκτο, ο αξιολύπητος.
Greek Monotonic
ἐποίκτιστος: -ον, αξιολύπητος, θλιβερός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐποίκτιστος: возбуждающий сострадание, душераздирающий Aesch.