προσαύω: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσαύω:''' μέλ. <i>-αύσω</i>, [[φέρω]] προς, πρὶν πυρὶ θερμῷ [[πόδα]] τις προσαύσῃ, σε Σοφ.· (η [[λέξη]] [[αὔω]] δείχνει να είναι ισοδύν. του [[αἴρω]]). | |lsmtext='''προσαύω:''' μέλ. <i>-αύσω</i>, [[φέρω]] προς, πρὶν πυρὶ θερμῷ [[πόδα]] τις προσαύσῃ, σε Σοφ.· (η [[λέξη]] [[αὔω]] δείχνει να είναι ισοδύν. του [[αἴρω]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσαύω:''' обжигать ([[πόδα]] πυρί Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A burn against, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ S.Ant. 619 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 753] anzünden, anbrennen, προσαύσῃ ist zw. L. Soph. Ant. 615. Vgl. προσαυράω.
Greek (Liddell-Scott)
προσαύω: φέρω πρός, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ Σοφ. Ἀντ. 620 (μετὰ διαφ. γραφ. προσάρῃ), πρβλ. καταύω. Ἀλλ’ ἴδε καὶ σημ. Jebb.
French (Bailly abrégé)
approcher : τί τινι une chose d’une autre.
Étymologie: πρός, αὔω.
Greek Monolingual
Α
καίω κάτι επί πλέον («πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύση», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + αὔω «ανάβω, καίω»].
Greek Monotonic
προσαύω: μέλ. -αύσω, φέρω προς, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ, σε Σοφ.· (η λέξη αὔω δείχνει να είναι ισοδύν. του αἴρω).
Russian (Dvoretsky)
προσαύω: обжигать (πόδα πυρί Soph.).