ἐστρίς: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(14)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐστρίς]] (Α)<br />(επίρρ. [[αντί]] <i>ἐς τρὶς</i>) [[τρεις]] φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] <i>ες [[τρις]]].
|mltxt=[[ἐστρίς]] (Α)<br />(επίρρ. [[αντί]] <i>ἐς τρὶς</i>) [[τρεις]] φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] <i>ες [[τρις]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐστρίς:''' adv. трижды Pind.
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐστρίς Medium diacritics: ἐστρίς Low diacritics: εστρίς Capitals: ΕΣΤΡΙΣ
Transliteration A: estrís Transliteration B: estris Transliteration C: estris Beta Code: e)stri/s

English (LSJ)

Adv.

   A until three times, thrice, Pi.O.2.68, Pae.Erythr. tit. p.140 P.: better written divisim.

English (Slater)

ἐστρίς
   1 three times ὅσοι δ' ἐτόλμασαν ἐστρὶς ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (v. von Fritz, Phronesis, 1957, 85) (O. 2.68) σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα (Boeckh: εἰς τρὶς) (P. 4.61)

Greek Monolingual

ἐστρίς (Α)
(επίρρ. αντί ἐς τρὶς) τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση ες τρις].

Russian (Dvoretsky)

ἐστρίς: adv. трижды Pind.