οἰνοχαρής: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰνοχᾰρής:''' -ές ([[χαίρω]]), αυτός που βρίσκει [[χαρά]] στην [[οινοποσία]], σε Ανθ. | |lsmtext='''οἰνοχᾰρής:''' -ές ([[χαίρω]]), αυτός που βρίσκει [[χαρά]] στην [[οινοποσία]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰνοχᾰρής:''' радующийся вину Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A merry with wine, IG14.2125 ; as a nickname, ib.3.1379.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοχᾰρής: -ές, ὁ χαίρων, ὁ ἀγαπῶν νὰ πίνῃ οἶνον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 225.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime le vin.
Étymologie: οἶνος, χαίρω.
Greek Monolingual
-ές (Α οἰνοχαρής, -ές)
αυτός που χαίρεται, που αισθάνεται ηδονή να πίνει κρασί, μανιακός οινοπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -χαρής (< χαίρομαι), πρβλ. αιμο-χαρής].
Greek Monotonic
οἰνοχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που βρίσκει χαρά στην οινοποσία, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
οἰνοχᾰρής: радующийся вину Anth.