ἐγερσιμάχας: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγερσῐμάχας:''' -ου, ὁ, θηλ. -[[μάχη]], αυτός που προκαλεί [[μάχη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐγερσῐμάχας:''' -ου, ὁ, θηλ. -[[μάχη]], αυτός που προκαλεί [[μάχη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγερσιμάχας:''' ου (μᾰ) adj. m зовущий на бой ([[θοῦρος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγερσῐμάχας Medium diacritics: ἐγερσιμάχας Low diacritics: εγερσιμάχας Capitals: ΕΓΕΡΣΙΜΑΧΑΣ
Transliteration A: egersimáchas Transliteration B: egersimachas Transliteration C: egersimachas Beta Code: e)gersima/xas

English (LSJ)

[μᾰ], ου, ὁ,

   A battle-stirring, AP7.424 (Antip. Sid.):—fem. ἐγερσῐ-χη, ib.6.122 (Nicias).

German (Pape)

[Seite 703] θοῦρος, der Kampferreger, Ant. Sid. 87 (VII, 424).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγερσῐμάχας: -ου, ὁ, ὁ τὴν μάχην διεγείρων, Ἀνθ. Π. 7./424· θηλ. -χη 6.122.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui excite les combats.
Étymologie: ἐγείρω, μάχη.

Spanish (DGE)

(ἐγερσῐμάχας) -ου

• Prosodia: [-μᾰ-]
que anima el combate οἰωνὸς ... ἐ. del gallo de pelea AP 7.424 (Antip.Sid.), cf. Hsch.s.u. ἐγρεμάχας.

Greek Monolingual

ἐγερσιμάχας, ο (Α)
αυτός που παροτρύνει ή εμψυχώνει στη μάχη.

Greek Monotonic

ἐγερσῐμάχας: -ου, ὁ, θηλ. -μάχη, αυτός που προκαλεί μάχη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγερσιμάχας: ου (μᾰ) adj. m зовущий на бой (θοῦρος Anth.).