προκαταφεύγω: Difference between revisions
δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προκαταφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[δραπετεύω]] από [[πριν]] σε ασφαλές [[μέρος]], σε Θουκ. | |lsmtext='''προκαταφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[δραπετεύω]] από [[πριν]] σε ασφαλές [[μέρος]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προκαταφεύγω:''' ранее убегать, укрываться, искать или находить убежище (ἐς τὴν Ναύπακτον, πρὸς τὸ [[ἱερόν]] Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A escape to a place of safety first, Th.3.78; ἐς τὴν Ναύπακτον Id.2.91; πρὸς τὸ ἱερόν, of suppliants seeking sanctuary, Id.1.134.
German (Pape)
[Seite 729] (s. φεύγω), vorher seine Zuflucht wohin nehmen; Thuc. 1, 134. 2, 91; D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, καταφεύγω εἰς ἀσφαλῆ τόπον πρότερον, Θουκ. 3. 78· ἐς τήν Ναύπακτον ὁ αὐτ. 2. 91· πρὸς τὸ ἱερὸν, ἐπὶ ἱκετῶν ζητούντων ἄσυλον, ὁ αὐτ. 1. 134.
French (Bailly abrégé)
se réfugier auparavant.
Étymologie: πρό, καταφεύγω.
Greek Monolingual
Α
1. καταφεύγω εκ τών προτέρων σε ασφαλές μέρος για να βρω προστασία («καὶ φθάνουσιν αὐτοὺς πλὴν μιᾱς νεὼς προκαταφυγοῡσαι πρὸς τὴν Ναύπακτον [αἱ νῆες]», Θουκ.)
2. (για ικέτες) καταφεύγω εκ τών προτέρων σε ιερό για να εξασφαλιστώ με την προστασία του θεού («πρὸς τὸ ἱερὸν τῆς Χαλκιοίκου χωρῆσαι... καὶ προκαταφυγεῑν», Θουκ.).
Greek Monotonic
προκαταφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, δραπετεύω από πριν σε ασφαλές μέρος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
προκαταφεύγω: ранее убегать, укрываться, искать или находить убежище (ἐς τὴν Ναύπακτον, πρὸς τὸ ἱερόν Thuc.).