συγχορηγός: Difference between revisions
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγχορηγός:''' -όν, αυτός που χορηγεί από κοινού· γενικά, αυτός που αναλαμβάνει από κοινού με κάποιον [[άλλο]] [[μέρος]] των εξόδων, σε Δημ. | |lsmtext='''συγχορηγός:''' -όν, αυτός που χορηγεί από κοινού· γενικά, αυτός που αναλαμβάνει από κοινού με κάποιον [[άλλο]] [[μέρος]] των εξόδων, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγχορηγός:''' ὁ досл. участник в расходах (по хорегии), перен. соучастник, пособник Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A sharing with a partner in the expense, D.29.28.
German (Pape)
[Seite 971] zugleich, mit Andern die Kosten zur Ausrüstung eines Chors hergebend, mit, zugleich verwendend, übh. Helfershelfer, Dem. 29, 28.
Greek (Liddell-Scott)
συγχορηγός: -όν, ὁ συγχορηγῶν, συμβοηθῶν χρηματικῶς, Δημ. 853. 1.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chorège avec un autre ; p. ext. qui participe à certains frais.
Étymologie: σύν, χορηγός.
Greek Monolingual
-όν, Α χορηγός
αυτός που έχει αναλάβει δημόσια χορηγία μαζί με άλλον.
Greek Monolingual
-όν, Α χορηγός
αυτός που έχει αναλάβει δημόσια χορηγία μαζί με άλλον.
Greek Monotonic
συγχορηγός: -όν, αυτός που χορηγεί από κοινού· γενικά, αυτός που αναλαμβάνει από κοινού με κάποιον άλλο μέρος των εξόδων, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
συγχορηγός: ὁ досл. участник в расходах (по хорегии), перен. соучастник, пособник Dem.