δύσκαπνος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσκαπνος:''' -ον, [[επιβλαβής]], [[δύσοσμος]] από τον καπνό, [[καπνώδης]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δύσκαπνος:''' -ον, [[επιβλαβής]], [[δύσοσμος]] από τον καπνό, [[καπνώδης]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσκαπνος:''' полный дыма, сильно закопченный (δώματα Aesch.).
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκαπνος Medium diacritics: δύσκαπνος Low diacritics: δύσκαπνος Capitals: ΔΥΣΚΑΠΝΟΣ
Transliteration A: dýskapnos Transliteration B: dyskapnos Transliteration C: dyskapnos Beta Code: du/skapnos

English (LSJ)

ον,

   A noisome from smoke, δώματα A.Ag.774 (lyr.).    II producing an unpleasant smoke, Thphr.Ign.72; φοῖνιξ Chaerem.39 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 682] 1) sehr räucherig, δώματα Aesch. Ag. 750. – 2) einen widrigen, starken Rauch gebend, ξύλα Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δύσκαπνος: -ον, πολὺ καπνισμένος, ἄθλιος ἐκ τοῦ καπνοῦ, δ. δώματα (πρβλ. τὸ τοῦ Μίλτωνος «smoky rafters»), Αἰσχύλ. Ἀγ. 774. ΙΙ. δυσάρεστον καπνὸν ἀναδίδων, ξύλα Θεόφρ. π. Πυρ. 72, Χαιρήμ. παρὰ Θεοφρ. Ι. Φ. 5. 9, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfumé.
Étymologie: δυσ-, καπνός.

Spanish (DGE)

-ον
1 ahumado, oscurecido por el humo δώματα A.A.774.
2 de humo desagradable, molesto de la madera húmeda al ser quemada, Thphr.HP 5.9.5, cf. Ign.72, φοῖνιξ Chaerem.39.

Greek Monolingual

δύσκαπνος, -ον (Α)
1. ο υπερβολικά καπνισμένος, άθλιος από τον καπνό
2. αυτός που αναδίδει δυσάρεστο καπνό.

Greek Monotonic

δύσκαπνος: -ον, επιβλαβής, δύσοσμος από τον καπνό, καπνώδης, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύσκαπνος: полный дыма, сильно закопченный (δώματα Aesch.).