κλιμακωτός: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(20)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κλιμακωτός]], -ή, -όν) [[κλίμαξ]]. ο σχηματισμένος με [[μορφή]] κλίμακας, ο διατεταγμένος [[κατά]] βαθμίδες, [[σκαλωτός]], [[αμφιθεατρικός]] («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> ([[μετρική]]) α) «[[κλιμακωτός]] [[στίχος]]» — ο [[στίχος]] στον οποίο [[κάθε]] [[λέξη]] [[κατά]] [[σειρά]] [[είναι]] [[κατά]] μία [[συλλαβή]] μεγαλύτερη από την προηγούμενη<br />β) «κλιμακωτό [[ποίημα]]» — το [[ποίημα]] στο οποίο ο [[κάθε]] [[στίχος]] καταλήγει με την [[επανάληψη]] της ίδιας λέξης, απλής ή σύνθετης<br />γ) <b>στρ.</b> «κλιμακωτή [[παράταξη]]» — η [[παράταξη]] [[κατά]] κλιμάκια, [[κατά]] τμήματα τοποθετημένα κλιμακωτά<br />δ) <b>στρ.</b> «κλιμακωτή [[βολή]]» — [[βολή]] που εκτελείται με βαθμιαία [[ανύψωση]] του όπλου ή του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κλιμακωτὸν [[σχῆμα]]» — το ρητορικό [[σχήμα]] [[κλίμαξ]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλιμακωτά</i><br />με κλιμακωτό τρόπο, βαθμιαία, [[κατά]] βαθμίδες.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κλιμακωτός]], -ή, -όν) [[κλίμαξ]]. ο σχηματισμένος με [[μορφή]] κλίμακας, ο διατεταγμένος [[κατά]] βαθμίδες, [[σκαλωτός]], [[αμφιθεατρικός]] («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> ([[μετρική]]) α) «[[κλιμακωτός]] [[στίχος]]» — ο [[στίχος]] στον οποίο [[κάθε]] [[λέξη]] [[κατά]] [[σειρά]] [[είναι]] [[κατά]] μία [[συλλαβή]] μεγαλύτερη από την προηγούμενη<br />β) «κλιμακωτό [[ποίημα]]» — το [[ποίημα]] στο οποίο ο [[κάθε]] [[στίχος]] καταλήγει με την [[επανάληψη]] της ίδιας λέξης, απλής ή σύνθετης<br />γ) <b>στρ.</b> «κλιμακωτή [[παράταξη]]» — η [[παράταξη]] [[κατά]] κλιμάκια, [[κατά]] τμήματα τοποθετημένα κλιμακωτά<br />δ) <b>στρ.</b> «κλιμακωτή [[βολή]]» — [[βολή]] που εκτελείται με βαθμιαία [[ανύψωση]] του όπλου ή του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κλιμακωτὸν [[σχῆμα]]» — το ρητορικό [[σχήμα]] [[κλίμαξ]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλιμακωτά</i><br />με κλιμακωτό τρόπο, βαθμιαία, [[κατά]] βαθμίδες.
}}
{{elru
|elrutext='''κλῑμᾰκωτός:''' ступенчатый, расположенный уступами ([[πρόσβασις]] Polyb.): κλιμακωτὸν σνῆμα грам. = [[κλῖμαξ]] 5.
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑμακωτός Medium diacritics: κλιμακωτός Low diacritics: κλιμακωτός Capitals: ΚΛΙΜΑΚΩΤΟΣ
Transliteration A: klimakōtós Transliteration B: klimakōtos Transliteration C: klimakotos Beta Code: klimakwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A made like a ladder or stairs, terraced, πρόσβασις Plb.5.59.9.    II κ. σχῆμα, = κλῖμαξ IV, Hermog.Id.1.12.

German (Pape)

[Seite 1453] (adj. verb. zu dem nicht vorkommenden κλιμακόω), wie eine Leiter oder Treppe gemacht; πρόσβασις Pol. 5, 59, 9; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑμᾰκωτός: -ή, -όν, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κλιμακόω, πεποιημένος ὡς κλῖμαξ, ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν μερῶν ὑπερκειμένων ἀλλήλων, Πολύβ. 5. 59, 9, ΙΙ. κλιμακωτὸν σχῆμα = κλῖμαξ IV, σχῆμα ῥητορικόν, Ἑρμογ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 286, 19, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κλιμακωτός, -ή, -όν) κλίμαξ. ο σχηματισμένος με μορφή κλίμακας, ο διατεταγμένος κατά βαθμίδες, σκαλωτός, αμφιθεατρικός («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. (μετρική) α) «κλιμακωτός στίχος» — ο στίχος στον οποίο κάθε λέξη κατά σειρά είναι κατά μία συλλαβή μεγαλύτερη από την προηγούμενη
β) «κλιμακωτό ποίημα» — το ποίημα στο οποίο ο κάθε στίχος καταλήγει με την επανάληψη της ίδιας λέξης, απλής ή σύνθετης
γ) στρ. «κλιμακωτή παράταξη» — η παράταξη κατά κλιμάκια, κατά τμήματα τοποθετημένα κλιμακωτά
δ) στρ. «κλιμακωτή βολή» — βολή που εκτελείται με βαθμιαία ανύψωση του όπλου ή του πυροβόλου
αρχ.
φρ. «κλιμακωτὸν σχῆμα» — το ρητορικό σχήμα κλίμαξ.
επίρρ...
κλιμακωτά
με κλιμακωτό τρόπο, βαθμιαία, κατά βαθμίδες.

Russian (Dvoretsky)

κλῑμᾰκωτός: ступенчатый, расположенный уступами (πρόσβασις Polyb.): κλιμακωτὸν σνῆμα грам. = κλῖμαξ 5.