ἐπιβατικός: Difference between revisions

From LSJ

ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται → the enemies have had success enough

Source
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιβατικός]], -ή, -όν) [[επιβάτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες ή προορίζεται γι' αυτούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιβατικό</i><br />[[μέσο]] μεταφοράς επιβατών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιβατικόν</i><br /><b>1.</b> οι επιβάτες, οπλίτες του πλοίου<br /><b>2.</b> ο [[μισθός]] τών ναυτών<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἐπιβατικά</i><br />μικρότερα εμπορεύματα που συμπληρώνουν το [[κυρίως]] [[φορτίο]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιβατικός]], -ή, -όν) [[επιβάτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες ή προορίζεται γι' αυτούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιβατικό</i><br />[[μέσο]] μεταφοράς επιβατών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιβατικόν</i><br /><b>1.</b> οι επιβάτες, οπλίτες του πλοίου<br /><b>2.</b> ο [[μισθός]] τών ναυτών<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἐπιβατικά</i><br />μικρότερα εμπορεύματα που συμπληρώνουν το [[κυρίως]] [[φορτίο]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιβᾰτικός:''' судовой, корабельный: ἡ ἐπιβατικὴ [[χρεία]] Polyb. служба в морской пехоте.
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβᾰτικός Medium diacritics: ἐπιβατικός Low diacritics: επιβατικός Capitals: ΕΠΙΒΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epibatikós Transliteration B: epibatikos Transliteration C: epivatikos Beta Code: e)pibatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for the ἐπιβάται, ἡ ἐ. χρεία their service, Plb.3.95.5; τὸ ἐ. the complement of ἐπιβάται on board ship, Arist.Pol.1327b9, Plb.1.47.9 (pl.) (but also, payment for the ., IG12.127.20, 37, cf.35).    II. ἐπιβατικά, τά, = παρενθήκη 11, EM357.45, Hsch.

German (Pape)

[Seite 929] ή, όν, zum ἐπιβάτης gehörig, τὸ ἐπιβατικόν, die Schiffsmannschaft, Arist. pol. 7, 6; χρεία Pol. 1, 47, 9, öfter. Bei B. A. 97, 19 wird τὰ ἐπιβατικά das genannt, ἃ οἱ ναυτικοὶ παρενθήκας λέγουσιν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἐπιβάτην, δηλ. τὸν μαχόμενον ἐκ τοῦ πλοίου στρατιώτην, καὶ λαβὼν ἐκ τοῦ στρατεύματος τοὺς ἐπιτηδειοτάτους ἄνδρας πρὸς τὴν ἐπιβατικὴν χρείαν, ὅπως χρησιμεύσωσιν ὡς μαχηταὶ ἐπιβάται, Πολύβ. 3, 95, 5:- τὸ ἐπιβατικόν, οἱ θαλασσινοί, οἱ ναῦται, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 6, 8, Πολύβ. 1. 47, 9.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιβατικός, -ή, -όν) επιβάτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες ή προορίζεται γι' αυτούς
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιβατικό
μέσο μεταφοράς επιβατών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατικόν
1. οι επιβάτες, οπλίτες του πλοίου
2. ο μισθός τών ναυτών
3. στον πληθ. τὰ ἐπιβατικά
μικρότερα εμπορεύματα που συμπληρώνουν το κυρίως φορτίο.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβᾰτικός: судовой, корабельный: ἡ ἐπιβατικὴ χρεία Polyb. служба в морской пехоте.