ἀγχόνιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγχόνιος:''' -α, -ον ([[ἄγχω]]), [[κατάλληλος]] για απαγχονισμό· [[βρόχος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀγχόνιος:''' -α, -ον ([[ἄγχω]]), [[κατάλληλος]] για απαγχονισμό· [[βρόχος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγχόνιος:''' служащий для удушения ([[βρόχος]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχόνιος Medium diacritics: ἀγχόνιος Low diacritics: αγχόνιος Capitals: ΑΓΧΟΝΙΟΣ
Transliteration A: anchónios Transliteration B: anchonios Transliteration C: agchonios Beta Code: a)gxo/nios

English (LSJ)

α, ον,

   A fit for strangling, βρόχος E.Hel.686; δεσμός Nonn.D.21.31, 34.229.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχόνιος: -α, -ον, (ἄγχω) κατάλληλος δι’ ἀπαγχόνισιν, βρόχος, Εὐρ. Ἑλ. 686 (ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl. ἀντὶ ἀγχόνειος): δεσμός, Νόνν. Δ. 21. 31., 34. 229.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui sert à étrangler, à étouffer.
Étymologie: ἀγχόνη.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que sirve para ahorcar, estrangular, βρόχος E.Hel.686, δεσμός Nonn.D.21.31, 34.229.

Greek Monotonic

ἀγχόνιος: -α, -ον (ἄγχω), κατάλληλος για απαγχονισμό· βρόχος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχόνιος: служащий для удушения (βρόχος Eur.).