οὐθέτερος: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(29)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐθέτερος]], -έρα, -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οὐδέτερος]].
|mltxt=[[οὐθέτερος]], -έρα, -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οὐδέτερος]].
}}
{{elru
|elrutext='''οὐθέτερος:''' Sext. = [[οὐδέτερος]].
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐθέτερος Medium diacritics: οὐθέτερος Low diacritics: ουθέτερος Capitals: ΟΥΘΕΤΕΡΟΣ
Transliteration A: outhéteros Transliteration B: outheteros Transliteration C: outheteros Beta Code: ou)qe/teros

English (LSJ)

α, ον,

   A = οὐδέτερος, S.E.M.11.186, Iamb.Protr.21.κσ.

Greek (Liddell-Scott)

οὐθέτερος: -α, -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ οὐδέτερος, Σεξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 11. 186. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὔθ’ ἕτερον· οὔτε ἒν τῶν δύο».

Greek Monolingual

οὐθέτερος, -έρα, -ον (Α)
βλ. οὐδέτερος.

Russian (Dvoretsky)

οὐθέτερος: Sext. = οὐδέτερος.