ταπεινότης: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰπεινότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[χαμηλότητα]] αναστήματος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[κατάσταση]], ταπεινή [[κατάσταση]], [[εξευτελισμός]], σε Θουκ., Ισοκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[κατάπτωση]] διάθεσης, [[αθυμία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[χαμέρπεια]], [[αχρειότητα]], [[ευτέλεια]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''τᾰπεινότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[χαμηλότητα]] αναστήματος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[κατάσταση]], ταπεινή [[κατάσταση]], [[εξευτελισμός]], σε Θουκ., Ισοκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[κατάπτωση]] διάθεσης, [[αθυμία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[χαμέρπεια]], [[αχρειότητα]], [[ευτέλεια]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰπεινότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> низкий рост, малорослость (sc. τοῦ ἵππου Her.);<br /><b class="num">2)</b> низменность (τῆς χώρας Diod.);<br /><b class="num">3)</b> упадок, падение, унижение (ἐς ταπεινότητα ἀφικνεῖσθαι Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> подавленность, уныние (πολλὴ σιωπὴ καὶ τ. Xen.);<br /><b class="num">5)</b> низость (τ. καὶ [[μικροψυχία]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 06:39, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰπεινότης Medium diacritics: ταπεινότης Low diacritics: ταπεινότης Capitals: ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΣ
Transliteration A: tapeinótēs Transliteration B: tapeinotēs Transliteration C: tapeinotis Beta Code: tapeino/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A lowness of position, etc., ταπεινότητος εἵνεκα Hdt.4.22; τ. τῆς χώρας D.S.1.31; τῆς μήτρας Placit.5.14.2.    2 of condition, low estate, abasement, Th.7.75; εἰς τοσαύτην τ. καταστῆσαι Isoc.4.118, cf. D.10.74, Men.531.12, LXX Si.13.20, Phld.D.1.11.    3 lowness of spirits, dejection, σιωπήν τε καὶ τ. X.HG3.5.21.    4 in moral sense, baseness, vileness, Pl.Plt.309a; joined with μικροψυχία, Arist.Rh.1384a4.    5 of style, meanness, Quint. Inst.8.3.48.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰπεινότης: -ητος, ἡ, χαμηλότης, ταπεινότητος εἵνεκα Ἡρόδ. 4. 22· τ. τῆς χώρας Διόδ. 1. 31. 2) ἐπὶ καταστάσεως, ταπεινὴ κατάστασις, εὐτέλεια, Θουκ. 7. 75· εἰς τοσαύτην τ. καθιστάναι Ἰσοκρ. 65Β. 3) κατάπτωσις τῆς διαθέσεως, ἀθυμία, σιωπήν τε καὶ τ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 21. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, χαμέρπεια, ἀθλιότης, Πλάτ. Πολιτ. 309Α· ἡνωμένον μετὰ τοῦ μικροψυχία, Ἀριστ. Ρητορ. 2, 6, 10· μετὰ τοῦ ἀδοξία, Δημ. 151. 9.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 manque d’élévation, particul. petite taille;
2 p. anal. basse condition, humilité;
3 en mauv. part bassesse de caractère, de sentiments.
Étymologie: ταπεινός.

Greek Monotonic

τᾰπεινότης: -ητος, ἡ,
1. χαμηλότητα αναστήματος, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για κατάσταση, ταπεινή κατάσταση, εξευτελισμός, σε Θουκ., Ισοκρ.
3. κατάπτωση διάθεσης, αθυμία, σε Ξεν.
4. με ηθική σημασία, χαμέρπεια, αχρειότητα, ευτέλεια, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰπεινότης: ητος ἡ
1) низкий рост, малорослость (sc. τοῦ ἵππου Her.);
2) низменность (τῆς χώρας Diod.);
3) упадок, падение, унижение (ἐς ταπεινότητα ἀφικνεῖσθαι Thuc.);
4) подавленность, уныние (πολλὴ σιωπὴ καὶ τ. Xen.);
5) низость (τ. καὶ μικροψυχία Arst.).