οἴκισις: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἴκῐσις:''' ἡ ([[οἰκίζω]]), [[ενίσχυση]] ντόπιου πληθυσμού με [[έλευση]] [[νέων]] κατοίκων, [[αποικισμός]], σε Θουκ.
|lsmtext='''οἴκῐσις:''' ἡ ([[οἰκίζω]]), [[ενίσχυση]] ντόπιου πληθυσμού με [[έλευση]] [[νέων]] κατοίκων, [[αποικισμός]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἴκῐσις:''' εως ἡ основание колонии или колоний, колонизация Thuc.
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴκισις Medium diacritics: οἴκισις Low diacritics: οίκισις Capitals: ΟΙΚΙΣΙΣ
Transliteration A: oíkisis Transliteration B: oikisis Transliteration C: oikisis Beta Code: oi)/kisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A colonization, Th.5.11, 6.4.

Greek (Liddell-Scott)

οἴκῐσις: ἡ, ἡ ὑπὸ ἐποίκων κατάληψις τόπου τινός, ἀποίκισις, Θουκ. 5. 11., 6. 4. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de fonder une colonie.
Étymologie: οἰκίζω.

Greek Monotonic

οἴκῐσις: ἡ (οἰκίζω), ενίσχυση ντόπιου πληθυσμού με έλευση νέων κατοίκων, αποικισμός, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

οἴκῐσις: εως ἡ основание колонии или колоний, колонизация Thuc.