προπλέω: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[πλέω]] από [[πριν]], σε Θουκ. | |lsmtext='''προπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[πλέω]] από [[πριν]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προπλέω:''' плыть впереди: τριήρει φιλίᾳ προπλεούσῃ Thuc. (Брасид отплыл в Скиону), а впереди плыла союзная триера. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A sail before, Th.4.120; cf. προπλώω.
German (Pape)
[Seite 740] (s. πλέω), vorher- od. vorausschiffen, Thuc. 4, 120 u. Sp. S. auch προπλώω.
Greek (Liddell-Scott)
προπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω πρότερον, Θουκ. 4. 120· πρβλ. προπλώω.
French (Bailly abrégé)
naviguer devant.
Étymologie: πρό, πλέω.
Greek Monolingual
και ιων. τ. προπλώω Α
πλέω προηγουμένως ή πλέω μπροστά από κάποιον ή κάτι.
Greek Monotonic
προπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, πλέω από πριν, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
προπλέω: плыть впереди: τριήρει φιλίᾳ προπλεούσῃ Thuc. (Брасид отплыл в Скиону), а впереди плыла союзная триера.