προκυλίνδομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκῠλίνδομαι:''' Παθ., κυλιέμαι, ξετυλίγομαι [[μπροστά]], λέγεται για [[κύμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''προκῠλίνδομαι:''' Παθ., κυλιέμαι, ξετυλίγομαι [[μπροστά]], λέγεται για [[κύμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''προκῠλίνδομαι:''' катиться вперед: οὐ προκυλίνδεται [[οὐδετέρωσε]] Hom. (перед грозой море) не колышется ни туда ни сюда.
}}
}}

Revision as of 06:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκῠλίνδομαι Medium diacritics: προκυλίνδομαι Low diacritics: προκυλίνδομαι Capitals: ΠΡΟΚΥΛΙΝΔΟΜΑΙ
Transliteration A: prokylíndomai Transliteration B: prokylindomai Transliteration C: prokylindomai Beta Code: prokuli/ndomai

English (LSJ)

Pass.,

   A roll forward, of the sea, Il.14.18.    II = foreg., roll at the feet of, τινος Arat.188: fut. προκυλίσομαι [ῑ] App.Ital.5.4: late pres. προκῠλίομαι, D.H.8.39; τῶν ποδῶν Onos.14.3.

Greek (Liddell-Scott)

προκῠλίνδομαι: Παθ., κυλίομαι πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἰλ. Ξ. 18. ΙΙ. ὡς τὸ προκυλινδέομαι, κυλίομαι πρὸ τῶν ποδῶν τινος, μετὰ γενικ., Ἄρατ. 188· μέλλ. προκυλίσομαι [ῑ], Ἀππ. Ἰταλ. ΙΙ, 5, 5· μετὰ μεταγενεστ. ἐνεστ. προκυλίομαι, Διον. Ἁλ. 8. 39.

French (Bailly abrégé)

rouler en avant en parl. des vagues.
Étymologie: πρό, κυλίνδω.

English (Autenrieth)

roll forward, Il. 14.18†.

Greek Monolingual

και προκυλίομαι Α
1. (για θάλασσα) κυλώ, κυματίζω προς τα εμπρός
2. προκυλινδοῡμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κυλίνδομαι / κυλίομαι «κυλιέμαι»].

Greek Monotonic

προκῠλίνδομαι: Παθ., κυλιέμαι, ξετυλίγομαι μπροστά, λέγεται για κύμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

προκῠλίνδομαι: катиться вперед: οὐ προκυλίνδεται οὐδετέρωσε Hom. (перед грозой море) не колышется ни туда ни сюда.