μιμνάζω: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μιμνάζω:''' Επικ. [[τύπος]] του [[μίμνω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[περιμένω]], [[παραμένω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιμένω]], [[προσδοκώ]] με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''μιμνάζω:''' Επικ. [[τύπος]] του [[μίμνω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[περιμένω]], [[παραμένω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιμένω]], [[προσδοκώ]] με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μιμνάζω:''' (только praes.)<br /><b class="num">1)</b> оставаться, пребывать (παρὰ [[νηυσί]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> ожидать (τινά HH, Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. form of μίμνω,
A wait, stay, Il.2.392, 10.549, A.R.1.226, AP4.4 (Agath.): impf. μίμναζε Opp.H.5.463. II trans., await, expect, c. acc., h.Hom.9.6.
German (Pape)
[Seite 187] = μάμνω, μένω, bleiben, standhalten; παρὰ νηυσί, Il. 10, 549, vgl. 2, 391; c. accus., erwarten, H. h. 8, 6. Auch sp. D., wie Agath. 58 (IV, 4); Paul. Sil. 24 (V, 254).
Greek (Liddell-Scott)
μιμνάζω: Ἐπικ. τύπος τοῦ μίμνω, περιμένω, μένω, Ἰλ. Β. 392, Κ. 549. ΙΙ. μεταβ., ἀναμένω, περιμένω τινά, προσδοκῶ, μετ’ αἰτ., ὅθ’ Ἀργυρότοξος Ἀπόλλων ἧσται μιμνάζων ἑκατηβόλον ἰοχέαιραν Ὁμ. Ὕμν. 9, 6.
French (Bailly abrégé)
rester.
Étymologie: μίμνω.
English (Autenrieth)
(μίμνω): remain, Il. 2.392 and Il. 10.549.
Greek Monolingual
μιμνάζω (Α)
1. παραμένω, μένω
2. περιμένω, αναμένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίμνω με εκφραστική κατάλ. -άζω].
Greek Monotonic
μιμνάζω: Επικ. τύπος του μίμνω·
I. περιμένω, παραμένω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. περιμένω, προσδοκώ με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
μιμνάζω: (только praes.)
1) оставаться, пребывать (παρὰ νηυσί Hom.);
2) ожидать (τινά HH, Anth.).