ὑβός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑβός:''' [ῡ], -ή, -όν, [[καμπούρης]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ὑβός:''' [ῡ], -ή, -όν, [[καμπούρης]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑβός:''' v. l. [[ὗβος]] 3 (ῡ) горбатый Theocr.
}}
}}

Revision as of 06:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑβός Medium diacritics: ὑβός Low diacritics: υβός Capitals: ΥΒΟΣ
Transliteration A: hybós Transliteration B: hybos Transliteration C: yvos Beta Code: u(bo/s

English (LSJ)

[ῡ], ή, όν,

   A humpbacked, Hp.Aph.6.46, Theoc.5.43.

German (Pape)

[Seite 1168] auswärts gebogen, gekrümmt, dah. bucklig, Theocr. 5, 23, Ggstz λορδός. Mit κυφός, gibbus verwandt.

Greek (Liddell-Scott)

ὑβός: [ῡ], ή, όν, ὁ ἔχων κεκυρτωμένα τὰ νῶτα, κυρτός, «καμπούρης», Ἱππ. Ἀφ. 1258· ἀντίθετον τῷ λορδός, Θεόκρ. 5. 43. (Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει τὴν σχέσιν τῆς λέξεως πρὸς τὸ κυφός).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
courbé ; bossu.
Étymologie: ὗβος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑβός, -ή, -όν, ΝΑ
κυφός, καμπούρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος του ιατρικού λεξιλογίου, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -βος, όπως και άλλα επίθ. σχετικά με σωματικές αδυναμίες ή αναπηρίες (πρβλ. κλα-μ-βός, στρα-β-ός)].

Greek Monotonic

ὑβός: [ῡ], -ή, -όν, καμπούρης, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑβός: v. l. ὗβος 3 (ῡ) горбатый Theocr.