κοναβέω: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κονᾰβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κόναβος]]), ηχώ, [[αντηχώ]], [[συγκρούομαι]] και κάνω κρότο, σε Όμηρ., Ησίοδ. | |lsmtext='''κονᾰβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κόναβος]]), ηχώ, [[αντηχώ]], [[συγκρούομαι]] και κάνω κρότο, σε Όμηρ., Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κονᾰβέω:''' звенеть, гудеть ([[πήληξ]] κονάβησε Hom.; [[γαῖα]] κονάβησε Hes.): [[νῆες]] κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν Hom. корабли загудели в ответ кричащим ахейцам. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
(κόναβος) Ep. Verb,
A resound, clash, ring, esp. of metallic bodies, ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κονάβησε Il.15.648, cf. 21.593: late in pres., AP11.144 (Cereal.); re-echo, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ' Ἀχαιῶν Il.2.334, 16.277; ἀμφὶ δὲ δῶμα σμ. κον. Od. 17.542; ἀμφὶ δὲ γαῖα σμ. κον. Hes.Th.840: late in Prose, of a river, Sch.Opp.C.2.145.
German (Pape)
[Seite 1480] tönen, klingen, rasseln; von metallenen Körpern, Il. 15, 648. 21, 593; ertönen, wiederhallen, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ' Ἀχαιῶν 2, 334, vgl. Od. 17, 542; ἀμφὶ δὲ γαῖα σμερδαλέον κονάβησε Hes. Th. 839.
Greek (Liddell-Scott)
κονᾰβέω: (κόναβος) Ἐπικ. ῥῆμ., ἠχῶ, ψοφῶ, ἀντηχῶ, ἀποτελῶ ἦχον, κλαγγήν, ἰδίως ἐπὶ μεταλλικῶν σωμάτων, ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κονάβησε Ἰλ. Ο. 648, πρβλ. Φ. 593 (ἴδε κοναβίζω)· ἀντηχῶ, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ’ Ἀχαιῶν Β. 334., Π. 277· ἀμφὶ δὲ δῶμα σμ. κον. Ὀδ. Ρ. 542· ἀμφὶ δὲ γαῖα σμ. κον. Ἡσ. Θ. 840.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 résonner, retentir;
2 renvoyer l’écho, retentir.
Étymologie: κόναβος.
English (Autenrieth)
aor. κονάβησα: resound, ring, of echoing and of metallic objects, πήληξ, νῆες, δῶμα. (Il. and Od. 17.542.)
Greek Monotonic
κονᾰβέω: μέλ. -ήσω (κόναβος), ηχώ, αντηχώ, συγκρούομαι και κάνω κρότο, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
κονᾰβέω: звенеть, гудеть (πήληξ κονάβησε Hom.; γαῖα κονάβησε Hes.): νῆες κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν Hom. корабли загудели в ответ кричащим ахейцам.