αἰγίπυρος: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰγίπῠρος:''' ὁ ή αἰγί-πυρον, τό, [[χορτάρι]] που προτιμούν στη [[βοσκή]] οι γίδες, γιδοβότανο, είδος σίκαλης, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''αἰγίπῠρος:''' ὁ ή αἰγί-πυρον, τό, [[χορτάρι]] που προτιμούν στη [[βοσκή]] οι γίδες, γιδοβότανο, είδος σίκαλης, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰγίπῠρος:''' ὁ «козья пшеница» Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A rest-harrow, Ononis antiquorum, Thphr.HP2.8.3, Theoc.4.25; αἰγίπυρον, τό, IG14.2508 (Nemausus).
Greek (Liddell-Scott)
αἰγίπῠρος: ὁ, φυτὸν ἔχον ἐρυθρὸν ἄνθος, ἀγαπητὸν δὲ εἰς τὰς αἶγας (γιδοβότανον), Θεοφρ. Ἱ. Φ. 2. 8, 3, Θεόκρ. 4, 25, αἰγίπυρον, τό, ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 120.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
blé de chèvre, plante.
Étymologie: αἴξ, πυρός.
Spanish (DGE)
(αἰγίπῠρος) -ου, ὁ
• Alolema(s): αἰγίπυρρος Eup.20, Paus.Gr.α 39, Eust.307.28
• Prosodia: [-ῐ-]
I bot.
1 prob. cardillo o tagarmina, Scolymus hispanicus L., usado para cabrahigar las higueras, Thphr.HP 2.8.3.
2 una planta espinosa, pero dud. si la anterior o bien la gatuña, Ononis spinosa L., Eup.l.c., Theoc.4.25, Hsch., αἰ.· πόα πυρρά, ἣν αἶγες νέμονται Paus.Gr.l.c. (= Phot.α 511, An.Bachm.49.13, cf. Eust.l.c.).
II αἰ.· ... κάραβος Hsch. (dud., cf. αἰγίλουρος).
• Etimología: Aunque este comp. debe haberse sentido como ‘trigo de cabra’, el primer elemento αἰγι- puede ser pregriego, al igual que αἰγίνη, αἴγινος, -ον.
Greek Monotonic
αἰγίπῠρος: ὁ ή αἰγί-πυρον, τό, χορτάρι που προτιμούν στη βοσκή οι γίδες, γιδοβότανο, είδος σίκαλης, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
αἰγίπῠρος: ὁ «козья пшеница» Theocr.