ἀλαθής: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
(big3_2)
(1)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀλᾱθής) dór. v. [[ἀληθής]].
|dgtxt=(ἀλᾱθής) dór. v. [[ἀληθής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλᾱθής:''' дор. = [[ἀληθής]].
}}
}}

Revision as of 06:48, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἀληθής.

English (Slater)

ᾰλᾱθής (-ής, -εῖ, -έα, -ῆ; -έσιν, -έας)
   1 true ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον (O. 1.28) αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ (O. 2.92) γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος ἀλαθέσιν λόγοις εἰ φεύγομεν (O. 6.89) ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἁδύγλωσσος βοὰ (O. 13.98) Ἰσμήνιον δ' ὀνύμαξεν, ἀλαθέα μαντίων θῶκον (P. 11.6) τὰς χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (Boeckh ex Hesych.: ἀγαθὰ σωτῆρας codd.: ὅτι κυκλίσμῷ πάντα ποιοῦσιν. Hesych.) fr. 30. 6. dub., Hesych., s. v. ἀλαθεῖς· οἱ μηδὲν ἐπιλανθανόμενοι ὡς Πίνδαρος. “fort. recte trahitur ad fr. 30. 6.” nott. Snell. fr. 331. frag. ]αι τὸ δἀλαθὲ[ς ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 9.

Spanish (DGE)

(ἀλᾱθής) dór. v. ἀληθής.

Russian (Dvoretsky)

ἀλᾱθής: дор. = ἀληθής.