πολύπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
(33)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύπλευρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο [[σχήμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο [[ζήτημα]]» β. «πολύπλευρη [[προσφορά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολύπλευρον</i><br />το [[φυτό]] αρνόγλωσσον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύπλευρα</i> Ν<br />από πολλές πλευρές, από πολλές απόψεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>πλευρος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύπλευρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο [[σχήμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο [[ζήτημα]]» β. «πολύπλευρη [[προσφορά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολύπλευρον</i><br />το [[φυτό]] αρνόγλωσσον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύπλευρα</i> Ν<br />από πολλές πλευρές, από πολλές απόψεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>πλευρος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύπλευρος:''' многосторонний, многогранный ([[ἔργον]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπλευρος Medium diacritics: πολύπλευρος Low diacritics: πολύπλευρος Capitals: ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: polýpleuros Transliteration B: polypleuros Transliteration C: polyplevros Beta Code: polu/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A many-sided, Plu.2.966e, Plot.6. 3.14.    2 -πλευρον, τό, = ἀρνόγλωσσον, Dsc.2.126 (v.l. πολύνευρον).

German (Pape)

[Seite 668] vielseitig, Plut. de sol. anim. 10.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπλευρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς πλευράς, Πλούτ. 2. 966Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à plusieurs côtés.
Étymologie: πολύς, πλευρά.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύπλευρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο σχήμα»)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο ζήτημα» β. «πολύπλευρη προσφορά»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύπλευρον
το φυτό αρνόγλωσσον.
επίρρ...
πολύπλευρα Ν
από πολλές πλευρές, από πολλές απόψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό-πλευρος].

Russian (Dvoretsky)

πολύπλευρος: многосторонний, многогранный (ἔργον Plut.).