ἐπιχρόνιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(14)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχρόνιος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαιρκεί αρκετό χρόνο.
|mltxt=[[ἐπιχρόνιος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαιρκεί αρκετό χρόνο.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχρόνιος:''' длительный, продолжительный, долгий (Diog. L. - v. l. [[ἐπιχθόνιος]]; Cic.).
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχρόνιος Medium diacritics: ἐπιχρόνιος Low diacritics: επιχρόνιος Capitals: ΕΠΙΧΡΟΝΙΟΣ
Transliteration A: epichrónios Transliteration B: epichronios Transliteration C: epichronios Beta Code: e)pixro/nios

English (LSJ)

α, ον,

   A lasting for a time, long, Cic.Att.6.9.3.

German (Pape)

[Seite 1005] langdauernd, ἐποχή, Cic. ad Att. 6, 9; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχρόνιος: -ον, διαρκῶν ἐπὶ χρόνον, μακρός, μακροχρόνιος, Ἡράκλειτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 14 (ἔνθα ὁ κῶδ. ἐπιχθόνιοι): - θηλ. ἐπιχρονία Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 9, 3.

Greek Monolingual

ἐπιχρόνιος, -ον (Α)
αυτός που διαιρκεί αρκετό χρόνο.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχρόνιος: длительный, продолжительный, долгий (Diog. L. - v. l. ἐπιχθόνιος; Cic.).