τορευτής: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(41)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τορεύω]]<br /><b>αρχαιολ.</b> [[καλλιτέχνης]] που κατασκεύαζε μεταλλικά αγγεία και σκεύη με τη μέθοδο της τορευτικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επιδέξιος]], [[ικανός]] [[ρήτορας]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τορεύω]]<br /><b>αρχαιολ.</b> [[καλλιτέχνης]] που κατασκεύαζε μεταλλικά αγγεία και σκεύη με τη μέθοδο της τορευτικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επιδέξιος]], [[ικανός]] [[ρήτορας]].
}}
{{elru
|elrutext='''τορευτής:''' οῦ ὁ чеканщик, резчик Polyb., Plut.
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορευτής Medium diacritics: τορευτής Low diacritics: τορευτής Capitals: ΤΟΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: toreutḗs Transliteration B: toreutēs Transliteration C: toreftis Beta Code: toreuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who works in relief, Plb.26.1.2, CIG3306 (Smyrna), D.H.Comp.25, Sardis 7(1) No. 56.10 (ii A. D.); cf. τορνευτής.

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, der erhabene, getriebene Arbeit macht, der Bildschnitzer, Bildner, Graveur; Pol. 26, 10, 3, Plut. Pericl. 12 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

τορευτής: -οῦ, ὁ, ἐργαζόμενος ἔργον τορείας, ἐργαζόμενος ἀνάγλυφα ἐπὶ μετάλλου ἢ ξύλου, κτλ., γλύπτης (ἴδε τορεύω ΙΙ), Πολύβ. 16. 10, 3, Συλλ. Ἐπιγρ 3306, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 25. ΙΙ. μεταφορ., τορευταὶ λέξεων Βασίλ. τ. 1, σ. 70Β.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τορεύω
αρχαιολ. καλλιτέχνης που κατασκεύαζε μεταλλικά αγγεία και σκεύη με τη μέθοδο της τορευτικής
μσν.-αρχ.
επιδέξιος, ικανός ρήτορας.

Russian (Dvoretsky)

τορευτής: οῦ ὁ чеканщик, резчик Polyb., Plut.