εὐρύστερνος: Difference between revisions
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐρύστερνος:''' -ον ([[στέρνον]]), αυτός που έχει φαρδύ [[στέρνο]], [[πλατύστερνος]], σε Ησίοδ. | |lsmtext='''εὐρύστερνος:''' -ον ([[στέρνον]]), αυτός που έχει φαρδύ [[στέρνο]], [[πλατύστερνος]], σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐρύστερνος:''' широкогрудый ([[Γαῖα]] Hes.; [[Ἀθάνα]] Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A broad-breasted, Γαῖ' εὐ. Hes.Th.117; οὐρανός APl.4.303, Orph.L.645; Ἀθάνα Theoc.18.36: later in Prose, Gal.4.629; of Poseidon, Corn.ND22.
German (Pape)
[Seite 1095] mit breiter Brust, stark, Ἀθάνα Theocr. l 8, 36; vgl. Orph. Lith. 542; γαῖα, die breite Erde, Hes. Th. 117; οὐρανός Ep. ad. 495 (Plan. 303); Orph. Lith. 639.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύστερνος: -ον, ἔχων εὐρέα στέρνα, Γαῖ᾿ εὐρύστερνος Ἡσ. Θ. 117· οὐρανὸς Ἀνθ. Πλαν. 303, Ὀρφ. Λιθ. 639· Ἀθάνα Θεόκρ. 18. 36· Ποσειδῶν Χριστοδ. Ἔκφρ. 65· ― πρβλ. εὐρύκολπος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la large poitrine, au large sein.
Étymologie: εὐρύς, στέρνον.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐρύστερνος, -ον)
αυτός που έχει πλατύ στέρνο, πλατύ στήθος, ο πλατύστερνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + στέρνον.
Greek Monotonic
εὐρύστερνος: -ον (στέρνον), αυτός που έχει φαρδύ στέρνο, πλατύστερνος, σε Ησίοδ.