ἐπέκτασις: Difference between revisions
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
(6_8) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπέκτασις''': -εως, ἡ [[ἔκτασις]], Ἀριστ. Οὐραν. 3. 7, 4· ἔχειν ἐπέκτασιν, ἐπιδέχεσθαι ἔκτασιν, ὁ αὐτὸς ἐν τῷ περὶ Ἀτόμ. Γραμμῶν 42. ΙΙ. τὸ ἐπεκτείνειν λέξιν τινά, (ὡς π.χ. ἐκεινοσί, τημοῦτος, τηλικοῡτος, δῷσι, πυλάων κτλ.) Ἀριστ. Ποιητ. 22, 8, Τρύφων 14, Ἀπολλών. Σοφ. 2. 1, Δράκων 37, 10., 156, 23, Ἀπολλών. Δ. περὶ Ἀντωνυμ. 265C, 296Β, Ἀρκάδ. 196, 1. - Ἰδίως ἡ [[ἐπέκτασις]] βραχέος φωνήεντος = [[ἔκτασις]], Ἀπολλών. Δ. π. Ἐπιρρ. 553, 3, 588, 1. | |lstext='''ἐπέκτασις''': -εως, ἡ [[ἔκτασις]], Ἀριστ. Οὐραν. 3. 7, 4· ἔχειν ἐπέκτασιν, ἐπιδέχεσθαι ἔκτασιν, ὁ αὐτὸς ἐν τῷ περὶ Ἀτόμ. Γραμμῶν 42. ΙΙ. τὸ ἐπεκτείνειν λέξιν τινά, (ὡς π.χ. ἐκεινοσί, τημοῦτος, τηλικοῡτος, δῷσι, πυλάων κτλ.) Ἀριστ. Ποιητ. 22, 8, Τρύφων 14, Ἀπολλών. Σοφ. 2. 1, Δράκων 37, 10., 156, 23, Ἀπολλών. Δ. περὶ Ἀντωνυμ. 265C, 296Β, Ἀρκάδ. 196, 1. - Ἰδίως ἡ [[ἐπέκτασις]] βραχέος φωνήεντος = [[ἔκτασις]], Ἀπολλών. Δ. π. Ἐπιρρ. 553, 3, 588, 1. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπέκτᾰσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> протяжение (κενὸν καὶ ἐ. Arst.): ἐπέκτασιν οὐκ ἔχειν Arst. быть непротяженным;<br /><b class="num">2)</b> растяжение, удлинение (τῶν ὀνομάτων Arst.);<br /><b class="num">3)</b> грам. долгота ([[βραχύτης]] καὶ ἐ. Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A extension, Arist. Cael.305b18; ἔχειν ἐ. to be capable of extension, Id.LI971b1. b of Time, Just.Nov.111.1. 2 explication, evolution, εἰς ἐνέργειαν καὶ ἐ. προχωρεῖν Theol.Ar.14. 3 stretching of a rope, Hero Aut.2.4; of strands of gut, Ph.Bel.58.13; of hernia, κατ' ἐπέκτασιν Heliod. ap. Orib.50.42. 4 οἱ κατ' ἐπέκτασιν παραλελυμένοι patients suffering from creeping paralysis, Herod. Med. ap. Orib.10.8.1. II lengthening of a word, Arist.Po.1458b2 (pl.), 1458a23, A.D.Pron.6.14,al.; of a vowel, Id.Adv.144.19.
German (Pape)
[Seite 914] ἡ, verlängerte Ausdehnung, Eust., in der Wortbildung, Verlängerung eines Wortes, z. B. τημοῦτος aus τῆμος, Apoll. D. pron. 265 c; vgl. Arist. poet. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέκτασις: -εως, ἡ ἔκτασις, Ἀριστ. Οὐραν. 3. 7, 4· ἔχειν ἐπέκτασιν, ἐπιδέχεσθαι ἔκτασιν, ὁ αὐτὸς ἐν τῷ περὶ Ἀτόμ. Γραμμῶν 42. ΙΙ. τὸ ἐπεκτείνειν λέξιν τινά, (ὡς π.χ. ἐκεινοσί, τημοῦτος, τηλικοῡτος, δῷσι, πυλάων κτλ.) Ἀριστ. Ποιητ. 22, 8, Τρύφων 14, Ἀπολλών. Σοφ. 2. 1, Δράκων 37, 10., 156, 23, Ἀπολλών. Δ. περὶ Ἀντωνυμ. 265C, 296Β, Ἀρκάδ. 196, 1. - Ἰδίως ἡ ἐπέκτασις βραχέος φωνήεντος = ἔκτασις, Ἀπολλών. Δ. π. Ἐπιρρ. 553, 3, 588, 1.
Russian (Dvoretsky)
ἐπέκτᾰσις: εως ἡ1) протяжение (κενὸν καὶ ἐ. Arst.): ἐπέκτασιν οὐκ ἔχειν Arst. быть непротяженным;
2) растяжение, удлинение (τῶν ὀνομάτων Arst.);
3) грам. долгота (βραχύτης καὶ ἐ. Sext.).