γονύκροτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
(8)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γονύκροτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] του οποίου τα γόνατα συγκρούονται ή πλησιάζουν πολύ [[κατά]] το [[βάδισμα]], ο [[βλαισός]]<br /><b>2.</b> [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γόνυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κροτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρότος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιππόκροτος]], [[χαλκόκροτος]])].
|mltxt=[[γονύκροτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] του οποίου τα γόνατα συγκρούονται ή πλησιάζουν πολύ [[κατά]] το [[βάδισμα]], ο [[βλαισός]]<br /><b>2.</b> [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γόνυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κροτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρότος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιππόκροτος]], [[χαλκόκροτος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''γονύκροτος:''' <b class="num">1)</b> задевающий (при ходьбе) коленом о колено (τὰ [[θήλεα]] τῶν ἀρρένων γονυκροτώτερά ἐστι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> с трясущимися коленями (κίναιδοι Arst.).
}}
}}

Revision as of 07:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονῠκροτος Medium diacritics: γονύκροτος Low diacritics: γονύκροτος Capitals: ΓΟΝΥΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: gonýkrotos Transliteration B: gonykrotos Transliteration C: gonykrotos Beta Code: gonu/krotos

English (LSJ)

ον,

   A knocking the knees together, of the gait of women, Arist.HA538b10 (Comp.); of effeminate men. Anacr.144, Arist.Phgn.808a13, 810a34.

German (Pape)

[Seite 502] mit einwärts gebogenen, zusammenschlagenden Knieen, Zeichen eines geschwächten Körpers, wie der Feigheit, VLL. Bei Arist. Physiogn. 3 als Subst., das Knieschlottern, Zeichen des Cinäden; aber H. A. 4, 11 τὰ θήλεα τῶν ἀῤῥένων γονυκροτώτερά ἐστι.

Greek (Liddell-Scott)

γονύκροτος: -ον, ῥαιβός, ὁ ἔχων κεκλιμένα πρὸς τὰ ἔσω τὰ γόνατα καὶ συγκρούων αὐτὰ ἐν τῷ περιπατεῖν, ὡς τὰ τῶν γυναικῶν, τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων γονυκροτώτερά ἐστι Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4.11,12· ἐπὶ ἀδυνάτων καὶ δειλῶν, Ἀνακρ. 114, Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 9., 6, 5.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῠ-]
que mantiene en contacto las rodillas al andar, esp. de mujeres τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων γονυκροτώτερα Arist.HA 538b10, cf. Phgn.808a13, de los patizambos, Hsch., Eust.932.1, como signo de cobardía en el hombre, Anacr.150, Adam.2.52.

Greek Monolingual

γονύκροτος, -ον (Α)
1. εκείνος του οποίου τα γόνατα συγκρούονται ή πλησιάζουν πολύ κατά το βάδισμα, ο βλαισός
2. δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -κροτος < κρότος (πρβλ. ιππόκροτος, χαλκόκροτος)].

Russian (Dvoretsky)

γονύκροτος: 1) задевающий (при ходьбе) коленом о колено (τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων γονυκροτώτερά ἐστι Arst.);
2) с трясущимися коленями (κίναιδοι Arst.).