ἀποδοκιμάω: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποδοκιμάω:''' = [[ἀποδοκιμάζω]], [[απορρίπτω]], [[κρίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] ακατάλληλο, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀποδοκιμάω:''' = [[ἀποδοκιμάζω]], [[απορρίπτω]], [[κρίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] ακατάλληλο, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποδοκῐμάω:''' ион. = [[ἀποδοκιμάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A = ἀποδοκιμάζω, reject, Hdt.1.199.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδοκιμάω: ἀποδοκιμάζω, ἀπορρίπτω, Ἡρόδ. 1. 199.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. ἀποδοκιμάζω.
Spanish (DGE)
rechazar οὐδένα Hdt.1.199.
Greek Monotonic
ἀποδοκιμάω: = ἀποδοκιμάζω, απορρίπτω, κρίνω κάποιον ή κάτι ακατάλληλο, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδοκῐμάω: ион. = ἀποδοκιμάζω.