παραστρατοπεδεύω: Difference between revisions
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραστρᾰτοπεδεύω:''' [[κατασκηνώνω]] [[απέναντι]], <i>τινί</i>, σε Πολύβ. | |lsmtext='''παραστρᾰτοπεδεύω:''' [[κατασκηνώνω]] [[απέναντι]], <i>τινί</i>, σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραστρᾰτοπεδεύω:''' располагаться или стоять лагерем рядом (ἀλλήλοις, πόλει Polyb.; τινί Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A encamp beside or opposite to, τινι Plb.2.6.3 ; ἀλλήλοις D.H.2.41 : abs., Plb.3.17.4, Polyaen.5.2.10, etc. :—Med., c. dat., Chio Ep.3.1.
German (Pape)
[Seite 500] dabei das Lager aufschlagen, πόλει, Pol. 3, 17, 4, ἀλλήλοις, 3, 112, 6, τοῖς βεβοηθηκόσι, 2, 6, 3; D. Hal. 9, 24; Plut. Camill. 37 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
παραστρᾰτοπεδεύω: στρατοπεδεύω πλησίον ἢ ἀπέναντί τινος, τινὶ Πολύβ. 2. 6, 3., 3. 17, 4, κλ.· - μέσ., Χίωνος Ἐπιστ. 3 - Ἴδε Herwerden Ἐπιστολὴν Κριτικὴν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 389.
French (Bailly abrégé)
camper auprès ou en face de, τινι;
Moy. παραστρατοπεδεύομαι m. sign.
Étymologie: παρά, στρατοπεδεύω.
Greek Monolingual
Α
στρατοπεδεύω κοντά ή απέναντι σε κάποιον («παρεστρατοπέδευσαν τοῑς βεβοηθηκόσι», Πολύβ.).
Greek Monotonic
παραστρᾰτοπεδεύω: κατασκηνώνω απέναντι, τινί, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
παραστρᾰτοπεδεύω: располагаться или стоять лагерем рядом (ἀλλήλοις, πόλει Polyb.; τινί Plut.).