συναμαρτάνω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(39)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[διαπράττω]] [[αμάρτημα]] [[μαζί]] με άλλον.
|mltxt=ΜΑ<br />[[διαπράττω]] [[αμάρτημα]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
{{elru
|elrutext='''συνᾰμαρτάνω:''' вместе грешить или заблуждаться Plut.
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰμαρτάνω Medium diacritics: συναμαρτάνω Low diacritics: συναμαρτάνω Capitals: ΣΥΝΑΜΑΡΤΑΝΩ
Transliteration A: synamartánō Transliteration B: synamartanō Transliteration C: synamartano Beta Code: sunamarta/nw

English (LSJ)

   A sin along with or together, Plu.2.53c, App.Ill.8, Chor.23.60F.-R.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ἁμαρτάνω), mit oder zugleich fehlen, irren, Plut. discr. ad. et amic. 12.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰμαρτάνω: ἁμαρτάνω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, οὐ συναμαρτάνειν Πλούτ. 2. 53Ε· μὴ παρόντος τοῦ συναμαρτήσαντος σώματος Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 92Β.

French (Bailly abrégé)

se tromper ensemble, être complice d’une faute.
Étymologie: σύν, ἁμαρτάνω.

Greek Monolingual

ΜΑ
διαπράττω αμάρτημα μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

ΜΑ
διαπράττω αμάρτημα μαζί με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰμαρτάνω: вместе грешить или заблуждаться Plut.