πρόσορος: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόσορος:''' βλ. πρόσ-ουρος. | |lsmtext='''πρόσορος:''' βλ. πρόσ-ουρος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόσορος:''' ион. [[πρόσουρος]] 2<br /><b class="num">1)</b> сопредельный, пограничный (τῇ Ἀραβίῃ Her.; τὰ πρόσορα [[ὑμῖν]] τῆς Ἀσσυρίας Xen.);<br /><b class="num">2)</b> живущий в одиночестве, одинокий Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, Ion. πρόσουρος Hdt. (v. infr.), once in S., Ph.691:—
A adjoining, bordering on, Αἰγύπτου τὰ πρόσουρα Λιβύῃ Hdt.2.18, cf. 3.97, 102; τῇ Ἀραβίῃ, π. ἐούσῃ (sc. τῇ Αἰγύπτῳ) Id.2.12; X. in Att. form, τὰ πρόσορα Cyr.6.1.17, cf. D.C.36.53, Poll.1.177, etc.:—in S. l.c., ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος οὐκ ἔχων βάσιν, πρόσουρον shd. be read.
German (Pape)
[Seite 775] ion. πρόσουρος, angränzend, benachbart, τινί, Her. 2, 12. 18. 3, 97. 102. 5, 49; auch Soph. Phil. 686 hat die ion. Form πρόσουρος; Xen. Cyr. 6, 1, 17 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσορος: -ον, ἴδε πρόσουρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 limitrophe de, τινι;
2 confiné dans la solitude, solitaire.
Étymologie: πρός, ὅρος.
Greek Monolingual
και ιων. τ. πρόσουρος, -ον, Α
αυτός που συνορεύει με κάποιον, όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ορος / -ουρος (< ὅρος / οὖρος «όριο, σύνορο»), πρβλ. όμ-ορος].
Greek Monotonic
πρόσορος: βλ. πρόσ-ουρος.
Russian (Dvoretsky)
πρόσορος: ион. πρόσουρος 2
1) сопредельный, пограничный (τῇ Ἀραβίῃ Her.; τὰ πρόσορα ὑμῖν τῆς Ἀσσυρίας Xen.);
2) живущий в одиночестве, одинокий Soph.