ἀπέδιλος: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπέδῑλος:''' -ον ([[πέδιλον]]), [[ανυπόδητος]], αυτός που δεν φοράει πέδιλα, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀπέδῑλος:''' -ον ([[πέδιλον]]), [[ανυπόδητος]], αυτός που δεν φοράει πέδιλα, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπέδῑλος:''' необутый Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unshod, A.Pr.135, Nonn.D.5.407, al.:—also ἀπαυλ-δίλωτος, ον, Call.Cer.124.
German (Pape)
[Seite 283] unbeschuht, Aesch. Prom. 135.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέδῑλος: -ον, ὁ ἄνευ πεδίλων, ἀνυπόδητος, Αἰσχύλ. Πρ 135. Ἐν Καλλ. ὕμν. εἰς Δήμ 124, -δίλωτος, ον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans prendre le temps de se chausser.
Étymologie: ἀ, πέδιλον.
English (Slater)
ᾰπέδῑλος
1 unshod ποι]κιλω[ν ἐ]κ λεχέω[ν ἀπέ]διλ[ος (]δειλ[ Π.: supp. et corr. Lobel: sc. Diomedes) fr. 169. 36.
Spanish (DGE)
(ἀπέδῑλος) -ον
que no tiene los pies ligados fig. veloz, rápido ἀπέδιλος ἀλκά Alcm.1.15, σύθην δ' ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ A.Pr.135, cf. Pi.Fr.169.36, Nonn.D.5.407.
Greek Monolingual
ἀπέδιλος, -ον (AM)
ο χωρίς πέδιλα, ανυπόδητος, ξυπόλυτος.
Greek Monotonic
ἀπέδῑλος: -ον (πέδιλον), ανυπόδητος, αυτός που δεν φοράει πέδιλα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπέδῑλος: необутый Aesch.