βερβέριον: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βερβέριον]], το (Α)<br />τριμμένο, παλιό [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθημερινής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>βερρόν</i> ή <i>βειρόν</i> «δασύ» (<b>Ησύχ.</b>). Η [[σύνδεση]] με λατ. <i>burra</i> «μάλλινο [[ένδυμα]], [[μαλλί]]», <i>reburrus</i> «με ορθωμένες τις [[τρίχες]], [[πεισματάρης]]» [[είναι]] αβέβαιη]. | |mltxt=[[βερβέριον]], το (Α)<br />τριμμένο, παλιό [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθημερινής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>βερρόν</i> ή <i>βειρόν</i> «δασύ» (<b>Ησύχ.</b>). Η [[σύνδεση]] με λατ. <i>burra</i> «μάλλινο [[ένδυμα]], [[μαλλί]]», <i>reburrus</i> «με ορθωμένες τις [[τρίχες]], [[πεισματάρης]]» [[είναι]] αβέβαιη]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βερβέριον:''' τό рубище Anacr. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A shabby garment, Anacr.21.3.
German (Pape)
[Seite 442] τό, Anacr. frg. 19 (Ath. XII, 533 f), ein ärmliches Kleid.
Greek (Liddell-Scott)
βερβέριον: τό, ἔνδυμα πτωχόν, Ἀνακρ. 19, ἔνθα ἴδε Bgk.
Spanish (DGE)
-ου, τό traje raído Anacr.82.1.
Greek Monolingual
βερβέριον, το (Α)
τριμμένο, παλιό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, πιθ. < βερρόν ή βειρόν «δασύ» (Ησύχ.). Η σύνδεση με λατ. burra «μάλλινο ένδυμα, μαλλί», reburrus «με ορθωμένες τις τρίχες, πεισματάρης» είναι αβέβαιη].
Russian (Dvoretsky)
βερβέριον: τό рубище Anacr.