βουλόμαχος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βουλόμᾰχος:''' -ον ([[μάχη]]), αυτός που διψά για [[μάχη]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''βουλόμᾰχος:''' -ον ([[μάχη]]), αυτός που διψά για [[μάχη]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βουλόμᾰχος:''' воинственный ([[ἀνήρ]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:30, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A strife-desiring, Ar.Pax1293 (hex.).
German (Pape)
[Seite 458] Streit wollend, streitsüchtig, Ar. Pax 1259.
Greek (Liddell-Scott)
βουλόμᾰχος: -ον, ὁ ἐπιθυμῶν, ἐφιέμενος μάχης, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1293.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui veut combattre, belliqueux.
Étymologie: βούλομαι, μάχομαι.
Spanish (DGE)
(βουλόμᾰχος) -ον
belicoso, ἀνήρ en juego de palabras cóm. c. Λάμαχος Ar.Pax 1293.
Greek Monolingual
βουλόμαχος, -ον (Α)
όποιος επιθυμεί αγώνα ή μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βούλομαι + -μαχος < μάχομαι.
Greek Monotonic
βουλόμᾰχος: -ον (μάχη), αυτός που διψά για μάχη, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βουλόμᾰχος: воинственный (ἀνήρ Arph.).