νόμαιος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νόμαιος:''' -α, -ον ([[νόμος]]), εθιμικός, [[συνήθης]]· <i>νόμαια</i>, <i>τά</i>, όπως το [[νόμιμα]], έθιμα, συνήθειες, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''νόμαιος:''' -α, -ον ([[νόμος]]), εθιμικός, [[συνήθης]]· <i>νόμαια</i>, <i>τά</i>, όπως το [[νόμιμα]], έθιμα, συνήθειες, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νόμαιος:''' вошедший в обычай, общепринятый Her.
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόμαιος Medium diacritics: νόμαιος Low diacritics: νόμαιος Capitals: ΝΟΜΑΙΟΣ
Transliteration A: nómaios Transliteration B: nomaios Transliteration C: nomaios Beta Code: no/maios

English (LSJ)

α, ον, (νόμος) Ion. and later Gr. for νόμιμος,

   A customary: νόμαια, τά, customs, usages, ξεινικὰ ν. Hdt.1.135; Ἑλληνικὰ ν. Id.2.91, al., cf. Max.Tyr.38.3; λίθων λευκῶν νομαίων Inscr.Délos 290.206 (iii B.C.): sg., Hdt.2.49.    2 prescribed by law, ἐκκλησία SIG589.4 (Magn. Mae., ii B.C.), cf. GDI5699 (Samos); ν. ἐπαραί ib.5653c10 (Chios).

German (Pape)

[Seite 259] gebräuchlich, herkömmlich; ἄλλο τι νόμαιον, ein anderer Brauch, Her. 2, 49; bes. im plur. häufig, ξεινικὰ νόμαια προσίενται, 1, 135; Ἑλληνικοῖσι νομαίοισι χρᾶσθαι, 2, 91, öfter, in weiterer Ausdehnung als νόμος genommen.

Greek (Liddell-Scott)

νόμαιος: -α, -ον, (νόμος) ὁ εἰθισμένος, συνήθης˙ νόμαια, τά, ὡς τὸ νόμιμα, ἔθιμα, συνήθειαι, Λατ. institute, ξενικὰ ν. Ἡρόδ. 1. 135˙ Ἑλληνικὰ ν. 2. 91, κ. ἀλλ.˙ τὸ ἑνικὸν ἀπαντᾷ ἐν 2. 49.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
conforme à l’usage : τὰ νόμαια coutumes, usages.
Étymologie: νόμος.

Greek Monolingual

νόμαιος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που καθορίζεται από τον νόμο, νόμιμος
2. συνηθισμένος
3. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ νόμαια
τα έθιμα, οι συνήθειες, τα νόμιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + κατάλ. -αιος (πρβλ. γύν-αιος)].

Greek Monotonic

νόμαιος: -α, -ον (νόμος), εθιμικός, συνήθης· νόμαια, τά, όπως το νόμιμα, έθιμα, συνήθειες, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

νόμαιος: вошедший в обычай, общепринятый Her.