ἐφήβειος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐφήβειος:''' -α, -ον ([[ἔφηβος]]), [[νεανικός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐφήβειος:''' -α, -ον ([[ἔφηβος]]), [[νεανικός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐφήβειος:''' Anth. = *[[ἐφηβαῖος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A youthful, ἁλικία AP7.427.12 (Antip. Sid.); ἀκμαί Epigr.Gr.231 (Cnios).
German (Pape)
[Seite 1116] = ἐφήβαιος, ἐφηβείαις ἀκμαῖς Ep. ad. 734 (App. 148, nach Dorville's Conj. ἐφηβείας).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφήβειος: -α, -ον, νεανικός, ἀκμὴ Ἀνθ. Π. 7. 427, παράρτ. 148.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne l’adolescence.
Étymologie: ἔφηβος.
Greek Monolingual
ἐφήβειος και ἐφήβιος, -ία, -ον (Α) έφηβος
νεανικός.
Greek Monotonic
ἐφήβειος: -α, -ον (ἔφηβος), νεανικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφήβειος: Anth. = *ἐφηβαῖος.