ἐγγλωττοτυπέω: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγγλωττοτῠπέω:''' [[μιλώ]] μεγαλοφώνως, επιδεικτικά, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἐγγλωττοτῠπέω:''' [[μιλώ]] μεγαλοφώνως, επιδεικτικά, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγγλωττοτῠπέω:''' молоть языком, разглагольствовать ([[μεγάλως]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A talk loudly of, Ar.Eq.782.
German (Pape)
[Seite 701] mit der Zunge schlagen, abdreschen, At. Equ. 782.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγλωττοτῠπέω: κομπορρημονῶ, ἔχω τι ἀεὶ ἐπὶ γλώσσης, ἀπαύστως διηγοῦμαι τὰ ἐμὰ κατορθώματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 782.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire claquer la langue comme pour déguster du bon vin, càd vanter qch, vanter sans cesse.
Étymologie: ἐν, γλῶττα, τύπτω.
Spanish (DGE)
hacerse lenguas, tener siempre en la boca, vanagloriarse μεγάλως ἐγγλωττοτυπεῖν Ar.Eq.782.
Greek Monotonic
ἐγγλωττοτῠπέω: μιλώ μεγαλοφώνως, επιδεικτικά, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγλωττοτῠπέω: молоть языком, разглагольствовать (μεγάλως Arph.).