ἀδίαντος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδίαντος:''' -ον ([[διαίνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει υγρανθεί, [[στεγνός]], σε Σιμων.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἀδίαντον</i>, <i>τό</i>, είδος φυτού, «το [[πολύτριχο]]», σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀδίαντος:''' -ον ([[διαίνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει υγρανθεί, [[στεγνός]], σε Σιμων.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἀδίαντον</i>, <i>τό</i>, είδος φυτού, «το [[πολύτριχο]]», σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδίαντος:''' неорошенный (потом), т. е. свежий (αὐχὴν καὶ [[σθένος]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδίαντος Medium diacritics: ἀδίαντος Low diacritics: αδίαντος Capitals: ΑΔΙΑΝΤΟΣ
Transliteration A: adíantos Transliteration B: adiantos Transliteration C: adiantos Beta Code: a)di/antos

English (LSJ)

ον, (διαίνω)

   A unwetted, ἀδιάντοισι παρειαῖς Simon.37.3; ἀ. ἐξ ἁλός B.16.122; not bathed in sweat, σθένος Pi.N.7.72.    II as Subst., ἀδίαντος, ὁ, maidenhair, Adiantum Capillus-Veneris, Orph. A.915: ἀδίαντον, τό, Theoc.13.41; ἀ. [τὸ μέλαν] Thphr.HP7.10.5: pl., Plu.2.614b.    2 ἀ. τὸ λευκόν, = τριχομανές, Thphr.HP7.14.1, Dsc.4.135.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδίαντος: -ον, ὁ μὴ ὑγρανθείς, παρειαῖς ἀδιάντοισι, Σιμων. 37. 3: = μὴ ὑγρανθείσαις διὰ τοῦ ἱδρῶτος· σθένος, Πινδ. Ν. 7. 107, πρβλ. ἀνιδρωτί, ἀκονιτί. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἀδίαντος, εἶδος φυτοῦ, τὸ πολύτριχον, Ὀρφ. Ἀργ. 918· ὡσαύτως ἀδίαντον, τό, Θεόκρ. 13. 41, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 7. 10, 5.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
non mouillé ; τὸ ἀδίαντον adiante, plante (sorte de fougère).
Étymologie: ἀ, διαίνω.

English (Slater)

ᾰδῐαντος
   1 not bathed in sweat (v. Snell on Bacch. 17. 122.) (ἄκων), ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον pr. (N. 7.73)

Spanish (DGE)

-ον
I no mojado, seco παρειά Simon.38.5, ἀ. ἐξ ἁλός B.17.122, ἄξων ἀ. del carro de Pélope que camina sobre el mar, Philostr.Iun.Im.9.1, ἀ. γυνή referido a Europa cuando va a lomos del toro sobre el mar, Nonn.D.41.241, ἀ. ἄβροχος de un caballo que camina sobre el mar, Nonn.D.43.204
que no produce sudor σθένος Pi.N.7.73.
II bot.
1 subst. ὁ, τὸ ἀ. culantrillo de pozo, cabellera de Venus, Adiantum capillus-veneris L., Hp.Fist.9, Orph.A.915, Plu.2.614b, Theoc.13.41, Thphr.HP 7.10.5, Nic.Th.846, Ael.NA 1.35, Gp.2.5.4, Plin.HN 21.100, Ps.Apull.Herb.51.8, tb. llamado ἀ. τὸ μέλαν por op. al ἀ. τὸ λευκόν Thphr.HP 7.14.1.
2 ἀ. τὸ λευκόν culantrillo menor, Asplenium trichomanes L., Thphr.HP 7.14.1, Dsc.4.135.
3 subst. ὁ ἀ. saxífraga blanca, Saxifraga granulata L., Ps.Apul.Herb.98.7.

• Etimología: Cf. διαίνω.

Greek Monotonic

ἀδίαντος: -ον (διαίνω),
I. αυτός που δεν έχει υγρανθεί, στεγνός, σε Σιμων.
II. ἀδίαντον, τό, είδος φυτού, «το πολύτριχο», σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀδίαντος: неорошенный (потом), т. е. свежий (αὐχὴν καὶ σθένος Pind.).