τετραθέλυμνος: Difference between revisions
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετρᾰθέλυμνος:''' -ον ([[θέλυμνον]]), [[τετράπτυχος]], τετραθέλυμνον [[σάκος]], [[ασπίδα]] αποτελούμενη από [[τέσσερις]] δερμάτινες στρώσεις, σε Όμηρ. | |lsmtext='''τετρᾰθέλυμνος:''' -ον ([[θέλυμνον]]), [[τετράπτυχος]], τετραθέλυμνον [[σάκος]], [[ασπίδα]] αποτελούμενη από [[τέσσερις]] δερμάτινες στρώσεις, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετρᾰθέλυμνος:''' четырехслойный, т. е. сшитый из четырех кож ([[σάκος]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (θέλυμνον)
A of four layers, σάκος τ. a shield of four ox-hides, Il.15.479 = Od.22.122.
German (Pape)
[Seite 1097] von vier Lagen; σάκος, ein Schild von vier über einander liegenden Rindshäuten, Il. 15, 479 Od. 22, 122.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰθέλυμνος: -ον, (θέλυμνον) τετράπτυχος, τ. σάκος «τετραθέλυμνον· τετράπτυχον, ἐκ τεσσάρων πτυχῶν τεθειμένον, ὅ ἐστιν ἐπιθήματα ἔχον τέσσαρα ἐπάλληλα, ἐκ τεσσάρων δερμάτων συνεστὼς» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Ο. 479, Ὀδ. Χ. 122.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre fondements en parl. d’un bouclier, càd revêtu de quatre peaux.
Étymologie: τέσσαρες, θέλυμνον.
English (Autenrieth)
(θέλυμνον): of four layers (of hide), Il. 15.479 and Od. 22.122.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις πτυχές, τετράπτυχος («σάκος τετραθέλυμνον» — ασπίδα από τέσσερα δέρματα βοδιού τα οποία βρίσκονται το ένα πάνω στο άλλο, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.λ. θέλυμνον].
Greek Monotonic
τετρᾰθέλυμνος: -ον (θέλυμνον), τετράπτυχος, τετραθέλυμνον σάκος, ασπίδα αποτελούμενη από τέσσερις δερμάτινες στρώσεις, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
τετρᾰθέλυμνος: четырехслойный, т. е. сшитый из четырех кож (σάκος Hom.).