ἐπιτιμητής: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτῑμητής:''' -οῦ, ὁ, [[τιμωρός]], [[επικριτής]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''ἐπιτῑμητής:''' -οῦ, ὁ, [[τιμωρός]], [[επικριτής]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτῑμητής:''' οῡ ὁ<br /><b class="num">1)</b> порицатель (τῆς ὁμιλίας Plat.);<br /><b class="num">2)</b> каратель (κολαστὴς καὶ ἐ. Soph., Eur.).
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτιμητής Medium diacritics: ἐπιτιμητής Low diacritics: επιτιμητής Capitals: ΕΠΙΤΙΜΗΤΗΣ
Transliteration A: epitimētḗs Transliteration B: epitimētēs Transliteration C: epitimitis Beta Code: e)pitimhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A estimator, valuer, Antipho 5.32, IG12.75, 22.1176, 11(2).287A87 (iii B.C.), al. ; ἔργων appraiser, overseer (i.e. Zeus), A.Pr.77.    II punisher, chastiser, κολασταὶ κἀπ. κακῶν S. Fr.533 ; τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητήν E.Supp.255 ; διακωλυταὶ καὶ ἐ. τῆς..ὁμιλίας Pl.Phdr.240a.

German (Pape)

[Seite 994] ὁ, der Tadler, der züchtigt u. straft, βαρὺς τῶν ἔργων Aesch. Prom. 77; καὶ κολαστής Soph. frg. 478; Eur. Suppl. 267; τῆς ὁμιλίας Plat. Phaedr. 239 e. – Bei Antiph. 5, 32, ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταὶ τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων, Beurtheiler, Taxator.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτῑμητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκτιμητής, ὁ ὁρίζων τὴν τιμήν, Λατ. taxator, Ἀντιφῶν 133. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 102, 5 (ἴδε Böckh σ. 141). ΙΙ. ὁ τιμωρῶν, τιμωρός, κολασταὶ κἀπ. κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 478· ἐπ. ἔργων, ὁ κατακρίνων, ψέγων, ὡς οὑπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρὺς Αἰσχύλ. Πρ. 77· τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητὴν Εὐρ. Ἱκ. 255· ἐπ. τῆς... ὁμιλίας Πλάτ. Φαῖδρ. 239Ε.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui blâme, censeur.
Étymologie: ἐπιτιμάω.

Greek Monolingual

ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α ἐπιτιμητής) επιτιμώ
ο κατήγορος, αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς», Αισχύλ.)
αρχ.
1. εκτιμητής («νῡν δέ αὑτοὶ ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῑς συμφερόντων» Αντιφ.)
2. τιμωρός («διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς ἡγούμενος τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ἐπιτῑμητής: -οῦ, ὁ, τιμωρός, επικριτής, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτῑμητής: οῡ ὁ
1) порицатель (τῆς ὁμιλίας Plat.);
2) каратель (κολαστὴς καὶ ἐ. Soph., Eur.).