ἄστεπτος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄστεπτος:''' -ον ([[στέφω]]), αυτός που δεν έχει [[στέμμα]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἄστεπτος:''' -ον ([[στέφω]]), αυτός που δεν έχει [[στέμμα]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄστεπτος:''' не увенчанный, т. е. не окруженный почитанием ([[θεός]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (στέφω)
A uncrowned, τίς ἄ. θεῶν; E.Heracl.440.
German (Pape)
[Seite 375] nicht bekränzt, ungeehrt, Eur. Heracl. 441 τίς ἄστεπτος θεῶν;
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non paré de couronnes ou de guirlandes ; non honoré.
Étymologie: ἀ, στέφω.
Spanish (DGE)
-ον no coronado τίς γὰρ ἄ. θεῶν; E.Heracl.440.
Greek Monolingual
ἄστεπτος, -ον (Α) στέφω
1. αυτός που δεν έχει στεφθεί
2. εκείνος στον οποίο δεν έχει προσφερθεί στεφάνι.
Greek Monotonic
ἄστεπτος: -ον (στέφω), αυτός που δεν έχει στέμμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄστεπτος: не увенчанный, т. е. не окруженный почитанием (θεός Eur.).